- κλυτόβουλος
- κλῠτό-βουλος, ον,A famous in counsel,
Ἑρμείας Opp.H.3.26
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἑρμείας Opp.H.3.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλυτόβουλος — κλυτόβουλος, ον (Α) φημισμένος για τις συμβουλές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + βουλος (< βουλή), πρβλ. αρκεσί βουλος, επί βουλος] … Dictionary of Greek
κλυτόβουλε — κλυτόβουλος famous in counsel masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)